- ἀληθινολάλος
- ἀ-ληθινο-λάλος, die Wahrheit redend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αληθινολάλος — ἀληθινολάλος, ο, η (Μ) αυτός που λέει, που διακηρύσσει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + λάλος < λαλῶ] … Dictionary of Greek
αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… … Dictionary of Greek